Μουσικά όργανα του Πόντου
Τα μουσικά όργανα που υπήρχαν στον Πόντο ήταν:
- Ο κεμεντζές
- Η ζουρνά ή ο ζουρνάς
- Αγγείον ή τουλούμ’ ζουρνά
- Χειλιαύρι(ν) ή Χειλιαύλι(ν)- (χιλίαυλος)
- Ταούλ (νταούλι)
1. Ο κεμεντζές
Ο κεμεντζές ή η κεμεντζέ είναι το βασικότερο μουσικό όργανο των Ποντίων. Σύμφωνα με τον Παύλο Χαιρόπουλο η καταγωγή του κεμεντζέ ανάγεται στην Μεσοποταμία,στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα.Στην Περσία υπήρχε ένα όργανο με την ονομασία ``καμάντζια``, όπως και στον Καύκασο με το όνομα ``καμάντσιες``.Ίσως από τις ονομασίες αυτές να προέρχεται το``κεμεντζέ``ή `κεμεντσέ`.Σε μια επίσκεψή μου στο μουσείο λαϊκών οργάνων στο Νέο Δελχί της Ινδίας , είδα τρεις λύρες που έμοιαζαν με την ποντιακή , σε μεγαλύτερο μέγεθος , με χορδές από έντερα ζώων όπως ήταν αρχικά οι χορδές στον Πόντο.Φαίνεται ότι το όργανο αυτό ήταν διαδομένο στην περιοχή.
Η κατασκευή της στον Πόντο γινόταν συνήθως από ξύλο δαμασκηνιάς (κοκίμελον), το οποίο έκοβαν αρχές φθινοπώρου για να μην έχει πολλή υγρασία.Ο κορμός δεν έπρεπε να έχει ρόζους ή σχισίματα.Το έβαζαν μέσα σε χωνεμένη κοπριά για να ξεραθεί τελείως ώστε να μην σκάσει και το άφηναν πολλή καιρό , έως και δύο χρόνια.
Ώστε να ξεραθεί καλά.Χρησιμοποιούσαν το ξύλο δαμασκηνιάς γιατί είναι σκληρό και δεν επηρεάζεται εύκολα από την υγρασία.Χρησιμοποιούσαν και άλλα ξύλα,όπως ο κισσός.Στον ελλαδικό χώρο,όπου το κλήμα είναι πιο ξηρό, χρησιμοποιούν και άλλον ειδών ξύλα, τα οποία συνήθως λουστράρουν.
Αυτό το ξύλο το επεξεργάζονταν συνήθως οι ίδιοι οι λυράρηδες, στρογγυλεύοντας εσωτερικά τις γωνίες του σκάφους για να ανακλάται ο ήχος προς τα έξω.Γι’ αυτό λένε ότι οι μονοκόμματες λύρες παίζουν καλύτερα.Βεβαίως έχει αλλάξει η τεχνική κατασκευής – τώρα η λύρα για ευκολία γίνεται κομματιαστή, οπότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορα είδη ξύλου.Η μορφή της λύρας είναι φιαλόσχημη και αποτελείται από τα εξής μέρη:
- Το κιφάλ’(κεφαλή)
- Τα ωτία (αυτιά,χορδοδέτες,τρία στον αριθμό,όσα και οι χορδές)
- Η γούλα (λαιμός)
- Η γλώσσα ή σπαρέλ’ ή σπαλέρ’
- Τα τρυπία (τρύπες ,4 στο καπάκι,2 στο επάνω μέρος και 2 κάτω, δεξιά και αριστερά από τις χορδές).
- Τα μάγ’λα (μάγουλα,έχουν δύο τρύπες , μία στα επάνω και μία στο κάτω μέρος)
- Το καπάκ’(καπάκι)
- Η ράχια (ράχη)
- Ο γάιδιαρον (επάνω του ακουμπούν οι χορδές)
- Τα κόρδας (χορδές).Αρχικά ήταν αποξηραμένα έντερα ζώου, έπειτα έγιναν μεταξωτές και από το 1920 μεταλλικές.
- Τα ρωθώνια ή σκωλέκια (ρουθούνια ή σκουλήκια)
- Το παλληκάρ’ (παλικάρι) το οποίο χρησιμεύει για να στερεώνονται οι χορδές.
- Το στουλάρ’, είναι το ξύλο που βρίσκεται μέσα στο σκάφος της λύρας. Από τη μία πλευρά ακουμπάει στην πλάτη και από την άλλη στο καπάκι, από τα δεξιά πλευρά, όπως βλέπουμε τη λύρα, κάτω ακριβώς από τον «γάιδαρο» και δίπλα από το δεξί «ρουθούνι», συνήθως στο μέσον, ώστε να ξεχωρίζει τις ψιλές φωνές από τις χαμηλές(ζιλ-καπάν).
Το μέγεθος της λύρας (κεμεντζέ) ήταν συνήθως 45-60 εκατοστά . Από το λαιμό (γούλα) μέχρι το σημείο όπου τοποθετείτο ο γάιδαρος ήταν τα δύο τρίτα του μεγέθους της λύρας χωρίς το κεφάλι, το δε πλάτος της ήταν 7-11 εκατ., όσο ήταν και το μέγεθος του λαιμού.Στην περιοχή της Ματσούκας
(Τραπεζούντα) συναντάμε τις πιο μακρόστενες και υψίφωνες (ζιλ) λύρες του Πόντου. Οι χορδές της είναι συνήθως μια Σι κιθάρας (0,14)και δυο Λα βιολιού.Παίζονται με το τοξάρ’(δοξάρι),που παλαιότερα είχε τρίχες ουράς αρσενικού αλόγου, ώστε να μην είναι καμένες από τα ούρα. Κουρδίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές. Η κεμεντζέ παίζεται συνήθως μόνη της και σε κλειστούς χώρους. Στους ανοιχτούς μπορούσαν να παίζουν δύο και περισσότερες κεμεντζέδες μαζί, χρησιμοποιώντας καμιά φορά σαν όργανο συνοδείας το νταούλι.
Τρόποι παιξίματος της ποντιακής λύρας
Η ποντιακή λύρα είναι από τα λίγα αυτοσυνοδευόμενα μουσικά όργανα. Τα κύρια χαρακτηριστικά της ακούσματα είναι: τα διαστήματα της 4ης και 5ης καθαρά, συνοδευόμενα από τρίλιες. Τα διαστήματα είναι αρμονικά και σε ορισμένες περιπτώσεις μελωδικά. Στα αρμονικά διαστήματα ο ισοκράτης είναι εναλλασσόμενος, ενώ στα μελωδικά είναι συνεχόμενος. Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε, εκτός από τα προαναφερθέντα διαστήματα 4ης και 5ης καθαρά, και τα διαστήματα 6ης μικρής και μεγάλης 7ης ελαττωμένης και 8ης καθαρά. Τα διαστήματα, λόγω της ιδιομορφίας της ποντιακής μουσικής, έχουν πολλές φορές ηχομοριακή αλλοίωση.
- 1.Η ποντιακή λύρα είναι η μοναδική που παίζεται με την ψίχα των δακτύλων, και όχι με το νύχι όπως η κρητική, η πολιτική, η θρακιώτικη, η νησιώτικη κ.α.
- 1.Ο κύριος τρόπος παιξίματος είναι διπλόχορδος (δάκτυλα και δοξάρι)που θεωρείται και ο γνησιότερος. Σε αυτήν την περίπτωση η μία χορδή δίνει τη μελωδία και η άλλη τη συνοδεία, δημιουργώντας έτσι τα μουσικά διαστήματα που αναφέραμε παραπάνω.
- 1.Ο μονόχορδος τρόπος, ο οποίος χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: α) το μονόχορδο παίξιμο με το δοξάρι, ενώ τα δάχτυλα πατάνε δύο χορδές ταυτόχρονα, απομονώνοντας τη δεύτερη που δημιουργεί τον ισοκράτη. Β) η κλασική μονοχορδία, όπου δάχτυλα και δοξάρι παίζουν μία χορδή. Η διαφορά των δύο παραπάνω είναι στο ηχόχρωμα.
Τρόποι χορδίσματος
- 1.Το χόρδισμα της ποντιακής λύρας είναι σε διαστήματα 4ης καθαρά(κλασικός τρόπος)π.χ.πρώτη χορδή Λα(Ζιλ), δεύτερη χορδή Μι(Μεσαία), Τρίτη χορδή Σι(Καπάν).
- 1.Μίμηση του αγγείου ή τουλούμ(γκάιντας):Πρώτη χορδή Λα(Ζιλ), δεύτερη χορδή Λα(Μεσαία) ταυτόχρονα με την πρώτη, Τρίτη χορδή Μι(Καπάν).
- 1.Πρώτη χορδή Λα(Ζιλ), δεύτερη χορδή Μι(Μεσαία), Τρίτη χορδή Μι(Καπάν) ταυτόχρονα με τη δεύτερη.
-
1.Πρώτη χορδή Λα(Ζιλ), δεύτερη χορδή Μι(Μεσαία), Τρίτη χορδή
Λα(Καπάν) ογδόη χαμηλότερα.
Στα χορδίσματα με την μίμηση του αγγείου παίζουμε ταυτοφωνίες συνεχόμενες και σε άλλες περιπτώσεις η πρώτη χορδή έχει την μελωδία και η δεύτερη τον μόνιμο ισοκράτη σαν συνοδεία.(Μιχάλης Καλιοντζίδης)
Λυράρηδες
Ονομαστοί λυράρηδες οι οποίοι δεν ζουν σήμερα και έπαιξαν τεράστιο ρόλο στη διατήρηση και διάδοση αυτού του οργάνου ήταν:
- Πετρίδης Σταύρος (Σταύρης από την ¨Ολασσα)
- Πετρίδης Γιώργος (Γώγος), γιος του Σταύρη, ο κορυφαίος πόντιος λυράρης.
- Γιακουστίδης Σαββέλης (Ίμερα)
- Τσορτανίδης Ιωάννης (Τσορτανίκας από την Σάντα), ο οποίος έγραψε το τραγούδι του Ευκλείδη
- Σημαιοφορίδης Χρήστος(Μπαϊρακτάρης), από την Κρώμνη
- Παπαβραμίδης Νίκος, από την Κρώμνη
- Αθανασιάδης Απόστολος(Αποστολίκας) από τη Ματσούκα
- Αϊβαζίδης Χρήστος(Αϊβάης) από το Αργαλί Τραπεζούντας
- Ταυρίδης Μίτιας, από τη Ρωσία
- Τσακαλίδης Κωνσταντίνος(Κωστίκας) από το Σταυρίν. Το ευτύχημα είναι ότι οι παλαιοί λυράρηδες άφησαν αντάξιους συνεχιστές, τους οποίους δεν είναι δυνατόν.
2. Η ζουρνά ή ο ζουρνάς
Στις κοινωνικές εκδηλώσεις που γινόταν σε ανοιχτούς χώρους στον Πόντο,κυρίαρχο ρόλο έπαιζε ο ζουρνάς με τη συνοδεία νταουλιού,και κατά δεύτερο το αγγείον (τουλούμ).Λόγω της μεγάλης ηχητικής έντασης ακουγόταν σε μεγάλη απόσταση και έδινε τη δυνατότητα να χορεύουν πάρα πολλά άτομα ακούγοντάς το,κάτι που δεν μπορούσε να συμβεί με τον κεμεντζέ(λύρα).
Το όργανο αυτό παρουσίαζε ένα μειονέκτημα.Λόγω της ιδιομορφίας του ήχου ήταν πολύ δύσκολο το τραγούδι,γι αυτό τα άτομα που μπορούσαν να τραγουδήσουν συνοδεία ζουρνά ήταν πολύ περιορισμένα.Επειδή το τραγούδι είναι απόλυτα συνυφασμένο με την ποντιακή διασκέδαση,σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις χρησιμοποιούσαν τον ζουρνά μόνο για χορό και στο τραπέζι είχαν κεμεντζέ για το τραγούδι.
Για να στηθεί ένας χορός ξεκινούσε ο ζουρνατζής ένα σκοπό και μια ομάδα ατόμων πιανόταν γύρω του,που σιγά-σιγά μεγάλωνε σχηματίζοντας κλειστό κύκλο.Αυτός ο κύκλος μπορούσε να μεγαλώσει τόσο ώστε να καταλάβει όλο τον γύρω χώρο,με τον ζουρνατζή στη μέση να κινείται ελεύθερα και σχεδόν πάντα με όργανο συνοδείας το νταούλι.Καλός ζουρνατζής .ηταν εκείνος που δεν σταματούσε καθόλου το σκοπό για να πάρει αναπνοή.Αυτό το πετύχαινε παίρνοντας αέρα από τη μύτη την ώρα που έπαιζε,τον οποίο αποθήκευε στη στοματική κοιλότητα και χρησιμοποιώντας τα μάγουλα σαν ασκό πίεζε τον αέρα στο τσιμπόν (γλωσίδι) ενώ ταυτόχρονα έπαιρνε αέρα από τη μύτη.
Το μέγεθος του οργάνου αυτού διαφέρει από περιοχή σε περιοχή.Στη Ματσούκα (Τραπεζούντα) συναντάμε το μικρότερο μέγεθος,περίπου 25-30 εκατοστά, με πολύ οξύ ήχο.
Στις περισσότερες περιοχές του Πόντου βρίσκουμε το μεσαίο μέγεθος, που συνήθως κυμαίνεται γύρω στα 40-45 εκατοστά. Ενώ στην περιοχή της Μπάφρας συναντάται το μεγαλύτερο μέγεθος, γύπω στα 60 εκ. Κατασκευαστής του όργανου ήταν συνήθως ο ίδιος ο οργανοπαίχτης. Τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή του ήταν ως επί το πλείστον οξιά, κερασιά, σφενδάμι, καρυδιά, μουριά, βερικοκιά κλπ. Το ξύλο πρέπει να είναι ξερό, χωρίς ρόζους και σκασίματα, γι αυτό πολλές φορές χρησιμοποιούσαν την ίδια μέθοδο με το ξύλο του κεμεντζέ, βάζοντάς το μέσα σε χωνεμένη κοπριά για αρκετό διάστημα.
Το όργανο αποτελείται από τα εξής μέρη:
- Από τον κυρίως ζουρνά (σωλήνας). Είναι ένας κυλινδρικός σωλήνας που καταλήγει σε χωνί (καμπάνα) η οποία έχει διάφορα μεγέθη. Τα τοιχώματα του σωλήνα πρέπει να έχουν το ίδιο πάχος (όσο το δυνατόν λεπτότερο) για την καλύτερη ποιότητα και ένταση του ήχου. Επάνω του ανοίγονται 7 τρύπες στην σειρά, οι οποίες παλαιότερα γινόταν με πυρωμένο καρφί ή σίδερο, και έχουν την ίδια απόσταση μεταξύ τους. Επίσης τρύπες ανοιγόταν στην καμπάνα και καμιά φορά μία στο πίσω μέρος του ζουρνά, η οποία έκλεινε με τον αντίχειρα.
- Ο κλέφτες (κλέφτης). Είναι το κυλινδρικό εκείνο ξύλο με μια τρύπα στη μέση, το οποίο προσαρμόζεται επάνω στον ζουρνά έτσι ώστε να μην έχουμε διαρροή αέρα. Μέσα στον κλέφτε μπαίνει ο λουλάς.
- Ο λουλάς. Είναι το μικρό μεταλλικό σωληνάκι μήκους 2-3 εκατοστων, πάνω στο οποίο δένεται το τσιμπόν.
- Το τσιμπόν (τσαμπούνα). Έχει μέγεθος 1,5-2,5 εκατοστά και γίνεται από αγριοκαλαμιά. Είναι αυτό που παίζει τον κυρίαρχο ρόλο στην ποιότητα του ήχου. ``Για να φτιάξουν ένα καλό γλωσσίδι (τσιμπόν) κόβουν καλάμια των 15 με 20 εκατοστών σε ίσα μικρά κομμάτια 1,5-2,5 εκ. Το καθένα, ανάλογα με το μέγεθος του ζουρνά (γενικά οι κοντοί ζουρνάδες έχουν μικρότερο γλωσσίδι – σε μήκος και φάρδος – σε σύγκριση με τους μακριούς ζουρνάδες). Περνούν κατόπιν κάθε μικρό κομμάτι καλαμιού σε ένα μικρό λεπτό κυλινδρικό ξυλάκι και με παλινδρομικές κινήσεις καθαρίζουν την εσωτερική επιφάνεια. Κατόπιν μουσκεύουν στο νερό το καλαμάκι και το προσαρμόζουν σε ένα ξύλινο κυλινδρικό καλούπι που έχει την ίδια διάμετρο με τον λουλά. Πιέζουν με τα δάκτυλα το επάνω ελεύθερο μέρος του καλαμιού, που γίνεται έτσι διπλό γλωσσίδι.
Για να το σταθεροποιήσουν το ΄΄σιδερώνουν΄΄, υγρό όπως είναι ακόμα, με ένα μαχαίρι που έχουν βάλει πριν στη φωτιά. Πολλοί ζουρνατζήδες, αφού στρογγυλέψουν το γλωσσίδι ή κόψουν λίγο τις δύο γωνίες του, καίνε ελαφρά τα χείλια για να μην μουσκεύουν εύκολα και κολλούν το ένα με το άλλο την ώρα του παιξίματος΄΄ (από το βιβλίο ΄΄Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα΄΄ του Φοίβου Ανωγειανάκη). Κάθε φορά που είναι να παίξει ο ζουρνατζής πρέπει να σαλιώσει και να ΄΄μασήσει΄΄ ελαφρώς το τσιμπόν για να το μαλακώσει και να αποδώσει καλλίτερα. Καμιά φορά ρίχνουν μέσα στον ζουρνά νερό ή οινοπνευματώδες ποτό που βοηθάει στο καλλίτερο παίξιμο και στο μαλάκωμα του τσιμπονιού. Το τσιμπόν είναι αυτό που μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα και με το φύσημα τα χείλια του τσιμπονιού ανοιγοκλείνουν και χτυπούν μεταξύ τους οπότε παράγεται ο ήχος.
- Το σπαρέλ΄(φούρλα). Είναι ένας δίσκος από ξύλο ή από μέταλλο (μπορεί να είναι ένα νόμισμα) που έχει μια τρύπα στην μέση, μέσα από την οποία περνάει το τσιμπόν και ακουμπάει ο ζουρνατζής τα χείλια του ώστε να μπορεί να φυσάει καλλίτερα. Σήμερα κατασκευάζεται και από πλαστικό.
Ονομαστοί οργανοπαίχτες του ζουρνά είναι: Ο Σπύρος Γαλετσίδης από το Κοϊνίκι Νικόπολης, σήμερα κάτοικος Πλατανότοπου Καβάλας. Ο Γιώργος Τσαπανίδης από την Αργυρούπολη Δράμας, με καταγωγή από την Αργυρούπολη Πόντου. Ο Αβραάμ Κουτούζογλου από την Νέα Μπάφρα Σερρών, με καταγωγή από την Μπάφρα. Επίσης ονομαστός είναι ο Χριστόφορος Χριστοφορίδης (Στοφόρον) με καταγωγή από την Κουνάκα Ματσούκας. Από την νέα δυστυχώς είναι μόνο ο Πολυχρόνης Παπαγιαννίδης (Πόλιος) από τον Κεχρόκαμπο Καβάλας.
3. Αγγείον ή τουλούμ΄ ή τουλούμ΄ ζουρνά (τσαμπούνα ή γκάιντα)
Μαζί με την ζουρνά, το αγγείον είναι το κατεξοχήν μουσικό όργανο για ανοιχτούς χώρους, και όχι μόνο. Μετά την κεμεντζέ ήταν το πιο διαδεδομένο και το πιο αγαπητό όργανο στους Πόντιους του Ανατολικού Πόντου. Καλός τουλουμτζής ήταν αυτός που, όπως στα υπόλοιπα μουσικά όργανα, μπορούσε την ώρα που παίζει να κινείται ελεύθερα, να χορεύει και με προτροπές να ξεσηκώνει τον κόσμο. Πολλοί οργανοπαίχτες αυτού του είδους, μέσα στην έξαρση και την έξαψη του χορού και του ποτού, ξάπλωναν πάνω στο δρόμο και έπαιζαν παρασύροντας τους χορευτές σε ξέφρενους ρυθμούς.
Το όργανο αυτό αποτελείται από τα εξής μέρη:
- Το παστ΄ (δέρμα ζώου, ασκί)
- Τη στομωτήρα ή φυσερόν (επιστόμιο)
- Το αγγόξυλον ή νάβ, μέσα στο οποίο είναι τοποθετημένα παράλληλα τα δύο καλάμια με τα τσιμπόνια (γλωσσίδια) που παράγουν τον ήχο.
Το όργανο αυτό το κατασκεύαζε συνήθως ο ίδιος ο οργανοπαίχτης – και απαιτούσε ιδιαίτερες γνώσεις και μεγάλη υπομονή. Το καταλλητότερο δέρμα για την κατασκευή του ήταν της κατσίκας, σπανίως χρησιμοποιούσαν του προβάτου. Αφού έγδερναν το ζώο με προσοχή για να μην κοπεί το δέρμα και το έβγαζαν ολόκληρο, το έξηναν εσωτερικά να καθαρίσει όσο το δυνατόν καλλίτερα και το πασάλειβαν με αλάτι και στύψη ώστε να μην βρωμίσει και να σφίξη. Αφού το άφηναν μερικές ημέρες για να ``ψηθεί``, το έβαζαν μέσα σε διάλυμα στάχτης (σαχτάρ) και νερού, το οποίο ονόμαζαν ``κατενή``, ή σε διάλυμα χωνεμένου ασβέστη με νερό, και το άφηναν περίπου μία εβδομάδα.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μαλακόσουν οι τρίχες και να βγαίνουν εύκολα (εφτούλιζαν` ατο). Ενας άλλος τρόπος για να αφαιρέσουν τις τρίχες από το δέρμα ήταν με το ``μαλέζ``. Ζέσταιναν νερό μέσα στο οποίο έριχναν καλαμποκίσιο αλεύρι, τόσο όσο να γίνει μια παχύρρευστη μάζα. Ζεστή όπως ήταν , την άπλωναν στο εσωτερικό του δέρματος και το άφηναν για 3-4 μέρες ώστε να ξινίσει. Με αυτόν τον τρόπο έβγαιναν εύκολα οι τρίχες. Κατόπιν το έβαζαν για 2-3 μέρες μέσα σε γάλα για να ασπρίσει.
Καθαρό όπως ήταν τώρα το δέρμα από τρίχες, το έτριβαν για να μαλακώσει με γυαλί, ή πάνω σε ξύλο ή σε πέτρα. Αφού είχαν κόψει το πίσω μέρος του δέρματος (πόδια και ούρα) το γυρνούσαν μέσα-έξω και το έδεναν σφιχτά με κερωμένο σπάγκο. Μετά το γυρνούσαν ανάποδα, έβγαζαν τον λαιμό από το άνοιγμα του ενός ποδιού και τον έδεναν με τον ίδιο τρόπο. Στο δέσιμο του λαιμού καμιά φορά κολλούσαν κομμάτια καθρέφτη ή κρεμούσαν μεταξωτά πισκούλια (φούντες). Κατόπιν στερέωναν τη στομωτήρα (επιστόμιο) στο ένα πόδι. Αυτό γινόταν με δύο τρόπους: ή περνούσαν τη μια άκρη του δέρματος από την οπή του άλλου ποδιού και το έδεναν πάλι με κερωμένο σπάγγο, οπότε το δέσιμο ήταν εσωτερικό, ή δίπλωναν ελαφρά την άκρη και το έδεναν εξωτερικα. Σε ποιο πόδι θα έμπαινε η στομωτήρα και σε ποιο το αγγόξυλο, ήταν αποκλειστικά θέμα του πώς βόλευε τον οργανοπαίχτη. Εάν ήθελε να κρατάει το αγγείο με την αριστερή μασχάλη, η στομωτήρα έμπαινε στο αριστερό πόδι και το αγγόξυλο στο δεξί. Εάν ήθελε να το κρατάει στα δεξιά, τότε έμπαιναν αντίθετα.
Η στομωτήρα ή φυσερόν ήταν ένα κωνικό ξύλο που στην βάση του είχε δεμένο ή καρφωμένο ένα κομμάτι δέρμα (αλεπόν) λίγο μεγαλύτερο από την οπή, έτσι ώστε όταν φυσούσε ο οργανοπαίχτης αυτό άνοιγε και επέτρεπε στον αέρα να περάσει. Οταν πιεζόταν ανάποδα έφραζε την οπή και δεν επέτρεπε στον αέρα να φύγει. Αυτό του έδινε τη δυνατότητα να τραγουδάει χωρίς να χρειάζεται να φουσκώνει το όργανο συνεχώς. Οταν δεν υπήρχε ο αλεπόν, ήταν υποχρεωμένος να φράζει την οπή με την γλώσσα, κάτι που του αφαιρούσε τη δυνατότητα να τραγουδάει.
Στο κάτω μέρος του κώνου, εξωτερικά στη διάμετρο, είχε μία εσοχή (αυλάκι) μέσα στην οποία φώλιαζε το δέρμα με το δέσιμο για να μην γλιστράει και να έχει καλή εφαρμογή. Στην απέναντι οπή στερεώνεται το αγγόξυλον. Αυτό είναι πάντα δεμένο εξωτερικά με ένα σπάγγο, στην μέση του οποίου είναι δεμένο ένα κουμπί. Πρώτα ο οργανοπαίχτης τυλίγει τον σπάγγο 4-5 φορές γύρω από το αγγόξυλο στο αυλάκι που υπάρχει γύρω από τη διάμετρο, ώστε τα τσιμπόνια να βρίσκονται μέσα στον ασκό, και δένει γερά το δέρμα. Μετά τυλίγει τον υπόλοιπο σπάγγο γύρω από το κουμπί – έτσι δεν χρειάζεται να κάνει κόμπο και μπορεί να το λύσει εύκολα όταν θα θελήσει να αλλάξει τσιμπόνια ή να κουρντίσει.
Στην εσοχή του αγγόξυλου υπάρχουν δύο παράλληλοι σωλήνες που παλαιότερα ήταν από καλάμια, ενώ σήμερα μπορεί να είναι μεταλλικοί. Είναι στερεωμένοι με κερί για να μην υπάρχει διαρροή αέρα και επάνω τους είναι ανοιγμένες από 5 τρύπες ίδιου μεγέθους που ισαπέχουν μεταξύ τους. Οι σωλήνες ξεκινούν από την μια άκρη που είναι μέσα στον ασκό και καταλήγουν πρόσωπο με το εσωτερικό του χωνιού. Πάνω σε αφτούς τους σωλήνες στηρίζονται τα τσιμπόνια. Τα τσιμπόνια είναι αυτά που παίζουν τον πρώτο ρόλο στην καλή ποιότητα του ήχου. ``Οι μικροί καλαμένιοι σωλήνες με τα γλωσσίδια, 4 εώς 6,5 εκατοστά μήκος και διάμετρο 7 εώς 10 χιλιοστά, κόβονται καλλίτερα εάν μπουν πρώτα μέσα σε γάλα όπου το καλάμι μαλακώνει. Για να ταιριάζουν τα τσιμπόνια, να δίνουν δηλαδή της ίδιας οξύτητας φθόγγο, πρέπει οι καλαμένιοι σωλήνες τους να έχουν το ίδιο μήκος και την ίδια εσωτερική διάμετρο και τα τσιμπόνια τους το ίδιο μήκος, πλάτος και πάχος. Επειδή αυτό είναι αδύνατον λύνουν το πρόβλημα με το κερί`` (Φοίβος Ανωγειανάκης).
Βάζουν λίγο κερί στη βάση του τσιμπονιού, κονταίνουν τη γλώσσα και συνεπώς αλλοιώνεται το τονικό ύψος της φωνής του. Ενας άλλος τρόπος είναι να ξύσουν λίγο την γλώσσα. Οσο πιο χοντρή είναι, τόσο πιο ψιλή (ζιλ) φωνή βγάζει, όσο λεπταίνει τόσο πιο μπάσα (καπάν) γίνεται. Ολη αυτή η διαδικασία γίνεται για να πετύχουν την ίδια τονικότητα και στα δύο τσιμπόνια, να βγάζουν δηλαδή το ίδιο τονικό ύψος, και όχι για να αλλάζουν ριζικά είναι να τοποθετηθεί κλωστή στη σχισμή που σχηματίζει το γλωσσίδι. Οσο πιο κοντά στη βάση βρίσκεται η κλωστή , τόσο μεγαλύτερο είναι το άνοιγμα του γλωσσιδιού, τόσο περισσότερο μπάσα (καπάν) είναι η φωνή, και αντιστρόφως.
Το αγγείον παίζεται με το πόστ` κρατημένο από την μασχάλη και ο οργανοπαίχτης που λέγεται τουλουμτζής παίρνει αναπνοή με το διάφραγμα και όχι με το στήθος, γι αυτό και μπορεί να φυσάει πολλές ώρες χωρίς να κουράζεται. Η πίεση του αέρα στις γλώσσες γίνεται με το φύσημα από την στομωτήρα και το σφίξιμο του ασκού που κάνει ο τουλουμτζής. Οταν σταματάει προσωρινά το φύσημα, για να μην ελαττωθεί η πίεση του αέρα πιέζει περισσότερο το πόστ` και την πίεση αυτή την χαλαρώνει μόλις αρχίσει και πάλι να φυσάει. Χάρη στην ισόρροπη αυτή πίεση κατορθώνει να κρατάει σταθερή την πίεση του αέρα στις γλώσσες και μαζί σταθερό το ύψος των φθόγγων. Η συνηθισμένη θέση των δαχτύλων πάνω στους άλλους είναι: ο δείκτης και ο μέσος του αριστερού χεριού στις δύο πρώτες (από τα πάνω) τρύπες και ο δείκτης, ο μέσος και ο παράμεσος του δεξιού χεριού στις υπόλοιπες τρεις. Κάθε δάχτυλο πατάει και τις δύο τρύπες στους παράλληλους αυλόυς.
Το καλό παίξιμο χαρακτηρίζεται από τα ``στολίδια`` με τα οποία ο οργανοπαίχτης καλλωπίζει διαρκώς τη μελωδία. Τα στολίδια αυτά είναι κυρίως οι γρήγορες μικρές νότες και το τσάκισμα της φωνής, όπου μια νότα της μελωδίας επαναλαμβάνεται γρήγορα αφού προηγηθεί η αμέσως ψηλότερη ή χαμηλότερη απο αυτήν νότα. Παράλληλα με τα μελωδικά στολίδια, κλείνοντας τη μια μόνο από τις δύο απέναντι τρύπες, πότε του ενός και πότε του άλλου αυλού, πετυχαίνει ένα ιδιότυπο πολυφωνικό άκουσμα`` (δίπλασμαν) (Φοίβος Ανωγειανάκης).
Σήμερα υπάρχουν δυστυχώς ελάχιστοι δεξιοτέχνες αυτού του οργάνου. Μερικοί από αυτούς είναι οι:
-Γιάννης Απαματανίδης, από τα Κομνηνά Πτολεμαΐδας (Ούτσενα)
-Γιάννης Καλπατσινίδης, από το Κεφαλοχώρι Σερρών
-Χάρης Καζαντζίδης, από την Κοζάνη, κάτοικος Πειραιά.
Από την νεότερη γενιά είναι οι:
-Γιώργος Σοφιανίδης, από το Πρωτοχώρι Κοζάνης (Πορτοράζ)
-Πολυχρόνης Παπαγιαννίδης (Πόλιος) από τον Κεχρόκαμπο Καβάλας (Τάροβα)
-Χαράλαμπος Παρχαρίδης, από το Πρωτοχώρι Κοζάνης.
Ολοι αυτοί παίζουν και χειλιαύριν (χιλίαυλος, φλογέρα).
4. Χειλαύρι(ν) ή Χειλιαύλι(ν) – (χιλίαυλος)
Γαβάλ ή γαβαλόπον (φλογέρα)
Με αυτά τα ονόματα συναντάμε το συγκικριμένο όργανο στον Πόντο. Ηταν κατεξοχήν ποιμενικό όργανο που το κατασκεύαζαν οι βοσκοί στα βουνά του Πόντου και παίζοντάς το περνούσαν ευχάριστα τις ατέλειωτες ημέρες της μοναξιάς τους. Στην περιοχή της Ματσούκας αυτό το όργανο απέδιδε περίψημα τον ανεπανάληπτο βουκολικό σκοπό ``μακρύν καϊτέν`` ή ``ορμάνι` καϊτέν`` ή ``ομάλια`` (μακρόσυρτος σκοπός ή σκοπός του δάσους).
Πολλές φορές όμως, από έλλειψη άλλων οργάνων, διάφορες παρέες το χρησιμοποιούσαν για τη διασκέδασή τους. Με αυτό τραγουδούσαν περισσότερο επιτραπέζιους σκοπούς και λιγότερο χόρευαν, λόγω του ότι είναι περιορισμένων δυνατοτήτων επειδή είναι μονοφωνικό (παίζει σε ένα τόνο) και δεν έχει μεγάλη ένταση. Βέβαια εδώ στην Ελλάδα, με τη βελτίωση των γνώσεων περί μουσικής, αυτοί που παίζουν φλογέρα κουβαλούν μαζί τους πολλά τέτοια όργανα διαφόρων τόνων.
Το γαβάλ ή χειλιαύρι(ν) το συναντάμε σε διάφορα μεγέθη, από 25 έως 40 εκατοστά. Γίνεται από διάφορα ξύλα: καρυδιά, καστανιά, μηλιά, έλατο, οξιά, κρανιά, κέδρο, σφενδάμι κλπ., ή από καλάμι.
Στον Πόντο χρησιμοποιόντουσαν περισσότερο το ξύλο γιατί όλα τα βουνά είναι γεμάτα από τέτοια δένδρα, ενώ το καλάμι ήταν πιο δυσεύρετο. Αυτό βεβαίως προϋπέθετε τη σωστή επιλογή του ξύλου, το οποίο δεν έπρεπε να έχει ρόζους, να είναι ίσιο και όσο το δυνατό ισόπαχο. Μετά την διαλογή, το έκοβαν στο μέγεθος που ήθελαν και του αφαιρούσαν τον φλοιό. Κατόπιν πύρωναν ένα λεπτό σίδερο και με αυτό το τρυπούσαν σε όλο του το μήκος. Εάν η τρύπα αυτή δεν ήταν αρκετή, πύρωναν ένα πιο χοντρό και το ξανατρυπούσαν. Αφου κρύωναν το χοντρό σίδερο, το περνούσαν μέσα στον σκελετό και με παλινδρομικές κινήσεις καθάριζαν το εσωτερικό από τα υπολείματα του καμένου ξύλου. Κατόπιν το πελεκούσαν ώστε να αποκτήσει ομοιόμορφο πάχος, όσο το δυνατόν πιο λεπτό για καλλίτερη απόδοση. Πολλοί ήταν αυτοί που σκάλιζαν επάνω διάφορες παραστάσεις για ομορφιά.
Στο επάνω μέρος, το οποίο έκοβαν λοξά σε ημικύκλιο, τοποθετούσαν μια τάπα 3 περίπου εκατοστών, κομμένη στο ίδιο σχήμα (χείλια) πεπλατημένη στο επάνω μέρος την οποία εφάρμοζαν έτσι ώστε να μην υπάρχει διαρροή αέρα. Αυτή γινόταν από πιο μαλακό ξύλο (συνήθως συκιά). Αμέσως μετά την τάπα άνοιγαν μια τρύπα παραλληλόγραμμη επάνω στον σωλήνα, η οποία στην απέναντι από την τάπα πλευρά ήταν πελεημένη λοξά για καλλίτερη παραγωγή του ήχου. Σε ευθεία γραμμή από το τρυπίν, μερικά εκατοστά πιο κάτω άνοιγαν 6 τρύπες οι οποίες ισαπέχουν μεταξύ τους, πάλι με πυρωμένο σίδερο στο ίδιο μέγεθος.
``Με μαλακό φύσημα η φλογέρα δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους. Με πιο δυνατό φύσημα και με τους ίδιους δαχτυλισμούς, δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάβα υψηλότερα, και με ακόμα πιο δυνατό φύσημα, λίγους επιπλέον φθόγγους υψηλότερα.
Η τονική της κλίμακας που δίνουν οι φθόγγοι αυτοί εξαρτάται από το μήκος της φλογέρας. Οσο μακρύτερη είναι, τόσο η τονική της κλίμακας που δίνει είναι χαμηλότερη, και το αντίθετο. Μια καλοφτιαγμένη φλογέρα στα χέρια ενός άξιου οργανοπαίκτη μπορεί να δώσει έως δεκαεννέα φθόγγους, δηλαδή δύο οκτάβες και μια πέμπτη. Η ποιότητα όμως του ήχου δεν είναι η ίδια σε όλη αυτή την έκταση των φθόγγων.
Οι χαμηλοί φθόγγοι, αυτοί που δίνει η φλογέρα με μαλακό φύσημα, είναι κάπως μουντοί και λίγο βραχνοί. Αντίθετα, οι φθόγγοι στην αμέσως υψηλότερη οκτάβα, αυτοί που απαιτούν πιο δυνατό φύσημα, είναι λαμπεροί και διαπεραστικοί. Ακόμα περισσότερο διαπεραστικοί και οξείς είναι οι λίγοι φθόγγοι πάνω από τη δεύτερη οκτάβα`` (από το βιβλίο ΄΄Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα΄΄ του Φοίβου Ανωγειανάκη).
Στον Πόντο το όργανο αυτό παιζόταν συνήθως μόνο του, σπάνια δε με συνοδεία άλλων οργάνων. Στην Ελλάδα σήμερα το συναντάμε σε κέντρα και στη δισκογραφία με συνοδεία λύρας και νταουλιού. Δύο καταπληκτικοί οργανοπαίχτες αυτού του οργάνου είναι οι:
-Γιάννης Αραματανίδης, από τα Κομνηνά Πτολεμαΐδας (Ούτσενα)
-Γιάννης Καλπατσινίδης, από το Κεφαλοχώρι Σερρών.
Από την νέα γενιά είναι οι:
-Γιώργος Σοφιανίδης, από το Πρωτοχώρι Κοζάνης (Πορτοράζ)
-Αλέξης Παρχαρίδης, από το ίδιο χωριό
-Πολυχρόνης Παπαγιαννίδης, από τον Κεχρόκαμπο Καβάλας (Τάροβα)
-Γιώργος Σιαμίδης, από το Πυάκιο Κοζάνης.
5. Ταούλ` (νταούλι)
Είναι το κυρίαρχο όργανο συνοδείας του ζουρνά, του αγγείου (γκάιντα) και σπανιότερα του κεμεντζέ (λύρα). Το χρησιμοποιούσαν κυρίως στους ανοιχτούς χώρους λόγω της μεγάλης του ηχητικής έντασης, λιγότερο δε στους κλειστούς όπου έπαιζαν πιο μαλακά για να μην σκεπάζει τον ήχο των άλλων οργάνων, ιδίως του κεμεντζέ.
Κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τη σωματική διάπλαση του οργανοπαίχτη. Ενας ψηλός με μακριά χέρια έφτιαχνε σίγουρα μεγαλύτερο από έναν μικροκαμωμένο. Πάντως στον Πόντο γενικά συνήθιζαν νταούλια μεγάλου μεγέθους. Το ξύλο που χρισιμοποιούσαν για την κατασκευή του ήταν καστανιά, την οποία θεωρούσαν ότι παράγει τον καλλίτερο ήχο. Εκοβαν μια φαρδιά σανίδα πάχους συνήθως 0,5 εκατοστών στο μέγεθος που ήθελαν, και την έβαζαν μέσα στο νερό για να μαλακώσει. Κατόπιν την γύριζαν σε κύλινδρο και ένωναν τις δύο άκρες της με κόλλα και με καρφιά ή ξυλόκαρφα. Αυτό ονομάζεται κάσσα. Στις δύο βάσεις τοποθετούσαν τα δέρματα, που συνήθως ήταν γίδας, τράγου ή σπανιότερα προβάτου. Για την επεξεργασία του δέρματος χρησιμοποιούσαν την ίδια διαδικασία με το αγγείο (βλέπε αγγείο). Τα δέρματα αυτά τα στερέωναν κυκλικά επάνω σε δύο στεφάνια, τα οποία είχαν λιγάκι μεγαλύτερη διάσταση από την κάσσα για να χωράει μέσα τους. Το ένα δέρμα ήταν συνήθως πιο χοντρό. Κατόπιν άνοιγαν στην περιφέρεια του δέρματος δίπλα στη στεφάνη τρύπες από όπου περνούσαν το σχοινί με το οποίο τέντωναν και έτσι κούρντιζαν το νταούλι.
Στο κέντρο της περιφέρειας της κάσσας άνοιγαν μια τρύπα 1 έως 2 εκατοστών για να μπορεί να φεύγει ο αέρας με το χτύπημα και να μην σπάει το δέρμα από την πίεση ποθ δημιουργείται από την παλμική κίνηση. ΄΄Η τρύπα αυτή επιδρά και στον ήχο του οργάνου. Μια πολύ μικρή τρύπα κάνει τον ήχο σκοτεινό και μουντό. Ενώ η πολύ μεγάλη τον κάνει κούφιο. Η κανονική διάμετρος κυμαίνεται από 1 έως 1,5 ή 2 περίπου εκατοστά και εξαρτάται από το μέγεθος του νταουλιού. Σε μεγάλα νταούλια συναντάμε δύο ή τρεις κάποτε τρύπες΄΄ (Φοίβος Ανωγειανάκης). Πάνω στην κάσσα και σπανίως στα σχοινιά στερέωναν το λουρί με το οποίο κρεμούσε ο ταουλτζής (ταουλιέρης) το όργανο στον ώμο του. Για να είναι πιο γερό το ταούλ΄ πολλές φορές έβαζαν εσωτερικά σε σχήμα σταυρού δύο κάθετα ξύλα που στερεώνταν στις δύο απέναντι πλευρές, αλλά αυτό πρόσθετε βάρος. Ενα καλό νταούλι πρέπει να έχει καθαρό ήχο και να είναι όσο το δυνατό ελαφρότερο ώστε να μην κουράζεται ο οργανοπαίχτης. Καλός ταουλτζής θεωρείται αυτός που μπορεί να δίνει σωστό ρυθμό και συγχρόνως να πηδά, να χορεύει και γενικά με τα ΄΄καμώματά΄΄ του να ξεσηκώνει τους χορευτές. Το χτύπημα στο νταούλι γίνεται με δύο ξύλα: το χοντρό που ονομάζεται κοπάλ΄ (κόπανος) και το λεπτό βίτσα (βέργα).
Το κοπάλ΄ χτυπάει πάντα στην πλευρά που είναι το χοντρό δέρμα που δίνει τον βαρύτερο ήχο (τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου). Στην απέναντι πλευρά χτυπάει η βίτσα για οξύτερο ήχο (τους αδύνατους χρόνους του μέτρου). ΄΄Στη συνοδεία του νταουλιού διακρίνουμε δύο τρόπους παιξίματος, που υπαγορεύονται από το ρυθμικό τύπο της μουσικής που συνοδεύει κάθε φορά το νταούλι. Οταν η μελωδία που συνοδεύει είναι περιοδικού ρυθμικού τύπου, όπως π.χ. όλες οι χορευτικές μελωδίες, ο νταουλιέρης χτυπάει με το κοπάλ΄ τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου και την βίτσα τους αδύνατους. Στην περιοδικότητα όμως αυτή δεν επαναλαμβάνεται το ίδιο πάντα σχήμα, τα ίδια δηλαδή χτυπήματα του νταουλιού.
Ο καλός νταουλιέρης ξομπλιάζει διαρκώς το παίξιμό του με ενδιάμεσα χτυπήματα – υποδιαιρέσεις των ισχυρών και αδύνατων χρόνων – άλλοτε με το κοπάλ΄ και άλλοτε με την βίτσα, αντιστρέφει για λίγες στιγμές τη λειτουργία των δύο χεριών και χτυπάει τους ισχυρούς χρόνους με την βίτσα και τους αδύνατους με το κοπάλ΄, χτυπάει το στεφάνι αντί την δερμάτινη επιφάνεια: δυνατά ή σιγά, κοφτά και σκληρά ή μαλακά και ξυστά, όπως και το μέρος στο οποίο τη χτυπάει, στο κέντρο, προς την περιφέρεια ή πολύ κοντά στο στεφάνι, χαρίζουν κάθε φορά κι ένα διαφορετικό τόνο στο χρώμα του ήχου. Οταν πάλι η μελωδία που συνοδεύει είναι ελεύθερου ρυθμικού τύπου, όπως π.χ. τα επιτραπέζια, τότε το νταούλι περιορίζεται σε αραιά χτυπήματα του κοπάλ΄, που συνοδεύονται από ένα τρέμουλο σαν απόηχος, από την βίτσα ή σε ένα τρέμουλο από το κοπάλ΄ και την βίτσα μαζί ή χωριστά. Τα αραιά αυτά χτυπήματα και το τρέμουλο είναι ένα είδος ρυθμικής στίξης στις μελωδίες ελεύθερου ρυθμικού τύπου΄΄ (Φοίβος Ανωγειανάκης).
Σήμερα ευτυχώς υπάρχουν πάρα πολλοί δεξιοτέχνες αυτού του οργάνου.